- ἑκστάδιος
- ἑκστάδιοςsix stades longmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκστάδιος — ἑκστάδιος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος ή έκταση έξι σταδίων … Dictionary of Greek